χούμος

χούμος
ο, Ν
(εδαφολ.) κατατετμημένο σε λεπτή υφή νεκρό οργανικό υλικό τού εδάφους, το οποίο προέρχεται από τη μικροβιακή αποικοδόμηση τών φυτικών και ζωικών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. humus «γη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • χουμικός — ή, ό, Ν [χούμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χούμο (α. «χουμικά εδάφη» εδάφη που εμπεριέχουν χούμο β. «χουμικές ουσίες» οι ουσίες που εμπεριέχονται στον χούμο) …   Dictionary of Greek

  • χώμος — ο / χῶμος, ΝΑ νεοελλ. το μαυρόχωμα, ο χούμος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, με αλλαγή γένους, κατά τα αρσ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”